Ταρβό

Ταρβό
Περσίδα που θανατώθηκε για τις χριστιανικές πεποιθήσεις της στα χρόνια του Σαβώριου του B’ (309-379). Ο αδελφός της ήταν επίσκοπος στη Σελεύκεια. Η Τ. θανατώθηκε μαζί με την αδελφή της το όνομα της οποίας δεν είναι γνωστό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευθυμάχης — εὐθυμάχης, δωρ. τ. εὐθυμάχας, ὁ (Α) αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται φανερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχης (< μάχομαι) πρβλ. α ταρβο μάχης, οπλο μάχης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”